- γομφώ
- γομφῶ (-όω) (AM) [γόμφος]στερεώνω με καρφιάαρχ.1. κατασκευάζω τον σκελετό τού πλοίου2. (για το γάλα) πήζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γόμφῳ — γόμφος bolt masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγόμφωτος — η, ο (Α ἀγόμφωτος, ον) [γομφῶ] αυτός που δεν έχει συναρμοστεί με γόμφους, δηλαδή με ξύλινα ή μεταλλικά καρφιά νεοελλ. (για δόντια) αυτός που δεν είναι καλά στερεωμένος … Dictionary of Greek
γομφωτήρας — ο (AM γομφωτήρ) [γομφώ] εργαλείο για διάτρηση, τρυπάνι αρχ. ο ναυπηγός … Dictionary of Greek
γομφωτός — ή, ό (AM γομφωτός, ή, όν) [γομφώ] συναρμολογημένος με καρφιά ή πασσάλους … Dictionary of Greek
γόμφωμα — το (AM γόμφωμα) [γομφώ] ο σκελετός, το σκαρί αρχ. ο γόμφος … Dictionary of Greek
γόμφωση — η (AM γόμφωσις) [γομφώ] στερέωση με γόμφους νεοελλ. 1. η άρθρωση τής ρίζας τών δοντιών με το φατνίο 2. μεταλλικό κατασκεύασμα που στερεώνεται στο ποδόστυμα τού πλοίου … Dictionary of Greek
ευγόμφωτος — εὐγόμφωτος, ον (Α) εύγομφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γομφωτός (< γομφώ «συναρμόζω»)] … Dictionary of Greek
καταγομφώ — καταγομφῶ, όω (Α) καρφώνω στερεά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γομφῶ «καρφώνω»] … Dictionary of Greek
μεταγομφώ — μεταγομφῶ, όω (Μ) μεταβάλλω κάτι σε γόμφους, σε καρφιά («εἰς ὅπλα καὶ βέλη τοὺς ἑαυτῶν ὀδόντας μεταγομφοῡντες», Νικ. Χωκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + γομφῶ «καρφώνω»] … Dictionary of Greek
νεογόμφωτος — νεογόμφωτος, ον (Μ) αυτός που συναρμόστηκε πρόσφατα, που ναυπηγήθηκε πρόσφατα («νεογόμφωτος ναῡς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + γομφωτός (< γομφώ «συναρμόζω» < γόμφος), πρβλ. πολυγόμφωτος] … Dictionary of Greek